- τάση
- Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή μιας μεμβράνης. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στην περίπτωση των εφαπτομενικών καταπονήσεων στο εσωτερικό ενός σώματος, και στην ηλεκτρολογία ισοδυναμεί με διαφορά δυναμικού. Η έκφραση τάση κορεσμένου ατμού υποδηλώνει την πίεση κορεσμένου ατμού σε δεδομένο περιβάλλον.
ελαστική τάση. Είναι ένα φυσικό μέγεθος, που αφορά τη θεωρία της ελαστικότητας· έστω ότι έχουμε ένα σώμα, το οποίο καταπονείται με εξωτερικά φορτία και με τις προκύπτουσες αντιδράσεις των στηριγμάτων, και εκτελούμε σε κάποιο εσωτερικό σημείο του σώματος μια φανταστική τομή κατά μια μικρή επιφάνεια εμβαδού ΔS· καθένα από τα δύο μέρη στα οποία η τομή χωρίζει το σώμα ενεργεί επί της άλλης με δυνάμεις, ίσες και αντίθετες, ανάλογες προς το ΔS· η τ. στο σημείο αυτό είναι το διανυσματικό μέγεθος που ορίζεται ως σχέση μεταξύ μιας των δυνάμεων και του ΔS και εφαρμόζεται στο κέντρο βάρους του ΔS. Το διάνυσμα που ορίζεται με τον τρόπο αυτό δεν είναι κατά κανόνα κάθετο προς το ΔS, μπορεί όμως να αναλυθεί κατά δύο διευθύνσεις, μία κάθετη προς το ΔS (ορθή τ.) και μία στο επίπεδο του ΔS (εφαπτομενική τ.).
Μια εντατική κατάσταση μπορεί να δημιουργηθεί σε ένα σώμα και από εσωτερικές αιτίες, όπως το ίδιο το βάρος, ή σε περιπτώσεις εξαναγκασμού (π.χ. μια ράβδος με τα άκρα της δεσμευμένα, ώστε να μην μπορεί να παραμορφωθεί ελεύθερα από μια αύξηση θερμοκρασίας συγκεντρωμένη στο κεντρικό της τμήμα: γεννιέται έτσι μια εσωτερική εντατική κατάσταση, που αντιστοιχεί στη μη πραγματοποιηθείσα θερμική διαστολή).
Από την εντατική κατάσταση, που δημιουργείται σε κάθε σημείο ενός σώματος φορτισμένου με εξωτερικές δυνάμεις, προκύπτει, ως συνέπεια της ελαστικότητας του σώματος, ένα σύστημα παραμορφώσεων: η θεωρία της ελαστικότητας καθορίζει ακριβώς τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τάσεων και παραμορφώσεων σε συνάρτηση με τα γεωμετρικά στοιχεία του σώματος και των ελαστικών ιδιοτήτων του υλικού που το αποτελεί.
επιφανειακή τάση. Η δύναμη ανά μονάδα μήκους που ασκείται εφαπτομενικά επί της επιφάνειας διαχωρισμού μεταξύ ενός υγρού και ενός αερίου ή μεταξύ δύο μη αναμειγνυόμενων υγρών. Στην επιφανειακή τ. οφείλεται το φαινόμενο, ότι η επιφάνεια των υγρών συμπεριφέρεται, όπως μια τεντωμένη μεμβράνη. Αν υποτεθεί, ότι εκτελείται μια φανταστική τομή στην επιφάνεια του υγρού, η επιφανειακή τ. είναι, κατά συνέπεια, η δύναμη που ασκείται επί της μονάδας μήκους της τομής και η οποία τείνει να απομακρύνει τα χείλη της τομής. Αποτελέσματα της επιφανειακής τάσης είναι το γεγονός ότι μια βελόνα επιπλέει στην επιφάνεια του νερού (το οποίο έχει πολύ μικρότερη πυκνότητα), ότι διάφορα έντομα περπατούν στην επιφάνεια του νερού, η σφαιρική μορφή των σταγονιδίων, η συσταλτικότητα των υγρών ελασμάτων (π.χ. στη σαπουνόφουσκα). Η επιφανειακή τ. υπεισέρχεται επίσης στα τριχοειδή φαινόμενα και σε πολυάριθμα χημικοφυσικά φαινόμενα μεγάλου βιολογικού ενδιαφέροντος (π.χ. απορρόφηση ορισμένων ουσιών από τις κυτταρικές μεμβράνες).
Η επιφανειακή τ. οφείλεται στο γεγονός, ότι οι δυνάμεις που ασκούνται στα μόρια του επιφανειακού στρώματος των υγρών δεν είναι συμμετρικές· αρκεί να σκεφτούμε, ότι ενώ το εμβαπτισμένο μέρος του μορίου υπόκειται στη δράση μορίων ίσων με αυτό, δεν συμβαίνει το ίδιο και για το μέρος που αποτελεί την ελεύθερη επιφάνεια του υγρού, το οποίο βρίσκεται σε επαφή με μόρια διαφορετικά από εκείνα του υγρού. Από την άποψη αυτή εξηγείται επίσης η επίδραση που ασκεί η παρουσία ενός διαλύτη (ιδιαίτερα των επιφανειοδραστικών αντιδραστηρίων) στην τιμή της επιφανειακής τ. Εξάλλου η επιφανειακή τ. επηρεάζεται από τις μεταβολές της θερμοκρασίας, ως αποτέλεσμα της μεταβολής της θερμικής κίνησης των μορίων. Ένα απλό όργανο για τη μέτρηση της επιφανειακής τ. είναι το σταγονόμετρο του Τράουμπε, που αποτελείται από ένα βαθμολογημένο σωληνίσκο με τριχοειδή εκροή, που καταλήγει σε επίπεδη επιφάνεια. Το σταγονόμετρο γεμίζεται με τη μετρούμενη διάλυση και εκκενώνεται με τη βαρύτητα, ενώ υπολογίζεται ο αριθμός των σταγονιδίων. Η επιφανειακή τ. εξάγεται από τη σχέση μεταξύ αριθμού σταγονιδίων της διάλυσης και αριθμού σταγονιδίων της αντίστοιχης ποσότητας ύδατος στην ίδια θερμοκρασία: δ = δ’ Ν/ν, όπου δ είναι η επιφανειακή τ. της μετρούμενης διάλυσης, δ΄ η επιφανειακή τ. του ύδατος, Ν ο αριθμός σταγονιδίων ύδατος και ν ο αριθμός σταγονιδίων της μετρούμενης διάλυσης.
Τάση: οι υδάτινες σταγόνες εξαιτίας της επιφανειακής τάσης συμπεριφέρονται σαν να περιβάλλονται από ελαστική μεμβράνη.
Η επιφανειακή τάση ενός υγρού ελάσματος ισορροπεί τη δύναμη βάρους, η οποία ασκείται από την κινητή πλευρά του πλαίσιου.
* * *η / τάσις, -εως, ΝΜΑέκταση, τέντωμα (α. «η τάση τού ποδιού προς τα πίσω» β. «τάσιν κοιλίης τῷ μαζοφαγεῑν εἰθισμένῳ», Ιπποκρ.)νεοελλ.1. διάθεση, ροπή, ορμή2. εν δυνάμει εξέλιξη ενός μεγέθους, ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης μέσα στη ροή τού χρόνου με μακροχρόνια προοπτική («υπάρχει μια τάση για ομαλοποίηση τής κατάστασης»)3. (ψυχολ.) ενδογενής ενέργεια που προσανατολίζει έναν οργανισμό προς ένα σταθερό αντικείμενο ή έναν σκοπό4. ιατρ. η έλξη που ασκείται σε ένα άκρο για ανάταξη κατάγματος5. φυσ. η πίεση που ασκεί ένα περιορισμένο σε κλειστό χώρο ρευστό στην επιφάνεια που τό περιέχει6. φρ. α) «μηχανική τάση»(στη μηχανική, στην αντοχή τών υλικών και στη μηχανολογία) φυσικό μέγεθος που ορίζεται ως η δύναμη ανά μονάδα επιφάνειας στην οποία εφαρμόζεταιβ) «επιφανειακή τάση»φυσ.-χημ. χαρακτηριστική ιδιότητα τής επιφάνειας τών υγρών σωμάτων, η οποία ισούται με τη δύναμη που υποτίθεται ότι πρέπει να ασκηθεί ανά μονάδα μήκους σε μια επιφάνεια υγρού, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, για να προκαλέσει την επέκτασή τηςγ) «τάση ατμών»φυσ. η πίεση που ασκείται από ατμό ο οποίος βρίσκεται σε ισορροπία με την υγρή ή στερεά κατάσταση τής ίδιας ουσίας, δηλαδή όταν οι συνθήκες είναι τέτοιες ώστε η ουσία να μπορεί να υπάρξει σε δύο ή και στις τρεις φάσειςδ) «τάση υδρατμών»(μετεωρ.) η μερική πίεση τών υδρατμών που περιέχονται στον ατμοσφαιρικό αέραε) «ηλεκτρική τάση»(ηλεκτρ.) η ποσότητα απαιτούμενου έργου ή ενέργειας ανά μονάδα θετικού ηλεκτρικού φορτίου για τη μεταφορά ενός ηλεκτρικού φορτίου από ένα σημείο ηλεκτρικού πεδίου ή ηλεκτρικού κυκλώματος σε ένα άλλο σημείο του, αλλ. διαφορά δυναμικούστ) «πολιτική τάση»(ηλεκτρ.) η διαφορά δυναμικού μεταξύ δύο φάσεων ενός τριφασικού ηλεκτρικού δικτύουζ) «φασική τάση»(ηλεκτρ.) η διαφορά δυναμικού μεταξύ μιας φάσης και τού ουδέτερου αγωγού ενός τριφασικού ηλεκτρικού δικτύουη) «δοκιμαστικό τάσης»(ηλεκτρ.) απλό ηλεκτρολογικό όργανο, με το οποίο διαπιστώνεται η ύπαρξη τάσης σε ένα ηλεκτρικό δίκτυοθ) «τάση απόθεσης» ή «τάση διάσπασης»χημ. η ελάχιστη ηλεκτρική τάση, η οποία πρέπει να εφαρμοστεί σε μια ηλεκτρολυτική διάταξη ώστε να είναι δυνατή η εκφόρτιση τών ιόντων τού ηλεκτρολυτικού λουτρού στα αντίστοιχα ηλεκτρόδιαι) «θεωρία τάσης»(στην οργανική χημεία) θεωρία σύμφωνα με την οποία η σταθερότητα τών ομοκυκλικών ενώσεων εξαρτάται από το ποσόν τής απόκλισης τών γωνιών τών χημικών δεσμών από την τιμή τών 109° 28' που παρατηρείται στην περίπτωση τών κορεσμένων άκυκλων ενώσεωναρχ.1. (σχετικά με τα φρύδια) έπαρση, ύψωση2. (σχετικά με φωνή) ισχυροποίηση3. μουσ. ύψωση τού τόνου ή τού φθόγγου4. ένταση, δύναμη («βελῶν τάσιν οὐ λαβόντων», Πλούτ.)5. πριαπισμός6. ο δυόσμος7. (σε συνεκφορά με τη λ. ἔχω) επιδέχομαι έκταση, τέντωμα8. (σπάν.) προσήλωση τού ματιού πάνω σε ένα αντικείμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- τού θ. τεν- τού τείνω (βλ. λ. τείνω) + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.